- ἐκσαόω
- ἐκ-σαόω, aor. ἐξεσάωσεν: save (from), τινά (τινος).
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εκσώζω — ἐκσῴζω, επικ. τ. ἐκσαόω (Α) 1. σώζω, διασώζω, βγάζω από κάποια δυστυχία, διατηρώ ασφαλή, διαφυλάσσω από κίνδυνο 2. ἐκσῴζομαι σώζω τον εαυτό μου, σώζω για τον εαυτό μου («ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται», Σοφ.) … Dictionary of Greek